- κατελίσσω
- κατελίσσω (Α)καθελίσσω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθελίσσω με ιων. ψίλωση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατελίσσω — Α περιελίσσω κάτι καλά πριν από τη χρήση του («ῥάκεσι προκατειλίχθαι», Ιππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατελίσσω (< καθελίσσω «τυλίγω, περιτυλίγω», με ιων. ψίλωση)] … Dictionary of Greek